Οι άνθρωποι σέρνουν το αβοήθητο γαϊδουράκι μέσα στους στενούς δρόμους της πόλης, οι οποίοι ασφυκτιούν από το μεθυσμένο και φρενήρες πλήθος. Το γαϊδουράκι δέχεται αλλεπάλληλα χτυπήματα, κλωτσιές και δαγκωνιές, τόσο από τον αναβάτη του, ο οποίος είναι ο πιο βαρύς άνθρωπος του χωριού, όσο και από τους υπόλοιπους ανθρώπους, οι οποίοι ενώ γελούν σαδιστικά, βασανίζουν το ανήμπορο ζώο, χωρίς κανένα όριο.
Μέσα σε αυτή την ασφυκτικά αποπνικτική ατμόσφαιρά, όπως είναι αναμενόμενο, το γαϊδουράκι λιποθυμά, εξαντλημένο και ταλαιπωρημένο, από τα βασανιστήρια που έχει υποστεί. Το πλήθος των ανθρώπων όμως, σε ένα ντελίριο υστερικών γέλιων και κραυγών, το σηκώνει πάλι, κλοτσώντας το και του ανοίγουν το στόμα με τη βία, του ρίχνουν μέσα αλκοόλ για να το κάνουν ακόμα πιο αδύναμο.

Το γαϊδουράκι την προσπάθεια του να ξεφύγει, συναντά την αντίσταση του κόσμου, ο οποίος του τραβά με δύναμη και βίαια την ουρά του, με αποτέλεσμα αυτή να σπάει και το ζώο να βιώνει αφόρητους πόνους. Κάποιοι άλλοι, σε μια πρωτοφανή εκδήλωση των διαστροφών τους, φτάνουν σε σημείο να δαγκώνουν τα αυτιά του δύστυχου ζώου, με πρωτοφανές μίσος, γελώντας υστερικά.